- εἰκονοστάσια
- εἰκονοστάσιονshrineneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καντήλα — η (Μ καντήλα και κανδήλα, Α κανδήλη) η κρεμαστή λυχνία που ανάβει με καντηλήθρα βουτηγμένη στο λάδι και χρησιμοποιείται στους ναούς και στα εικονοστάσια τών σπιτιών νεοελλ. 1. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί 2. φουσκάλα τού δέρματος με πύο ή υγρό, που … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… … Dictionary of Greek
Λόνγκι, Πιέτρο — (Pietro Falca detto Longhi, Βενετία 1702 – 1785). Ιταλός ζωγράφος. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αντόνιο Μπαλέστρα, επιδόθηκε σε έργα μεγάλων διαστάσεων, όπως τα εικονοστάσια για την ενοριακή εκκλησία του Σαν Πελεγκρίνο (Μπέργκαμο) και του Σαν… … Dictionary of Greek
Μούλτσερ, Χανς — (Hans Multscher, Ράιχενχοφεν, περ. 1400 – Ουλμ 1467). Γερμανός ξυλογλύπτης και ζωγράφος. Εργάστηκε κυρίως στην Ουλμ από το 1427 έως το 1467. Τα σημαντικότερα έργα του είναι τα δύο εικονοστάσια των Αγίων Τραπεζών του Βούρτσαχ και του Βιπιτένο. Το… … Dictionary of Greek
Μπερουγέτε, Πέδρο — (Pedro Berruguete, Παρέντες ντε Νάβα, Παλένθια μέσα 15ου αι. – 1506). Ισπανός ζωγράφος. Ως Πιέτρο Σπανιόλο που εργάστηκε το 1477 στην υπηρεσία του δούκα του Ουρμπίνο μαζί με τον Ιούστο της Γάνδης και τον Μελότσο. Ο Μ. επηρεάστηκε από τον Μελότσο… … Dictionary of Greek
Μπονάνος, Γεώργιος — (Βουνί Κεφαλονιάς 1863 – Αθήνα 1940) Γλύπτης. Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών με δασκάλους τον Λάζαρο Φυτάλη και τον Λεωνίδα Δρόση και έμαθε την κατεργασία του μάρμαρου στο εργαστήριο του Δημήτριου Φιλιππότη. Μετά την… … Dictionary of Greek
Μποτιτσέλι, Σάντρο Φιλιπέπι — (Sandro Filipepi detto il Botticelli, Φλωρεντία περ. 1445 – 1510). Ιταλός ζωγράφος. Εργάστηκε ίσως πρώτα κοντά σε κάποιο χρυσοχόο αλλά μαθήτευσε, όπως αναφέρει ο Βαζάρι, στο ζωγραφικό εργαστήριο του Φρα Φιλίπο Λίπι. Την πληροφορία επιβεβαιώνει… … Dictionary of Greek
Παναχράντου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι της Άνδρου, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Eξαρτάται από τη Μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στην εποχή του Bυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (10ος αι.). Οικοδομικές… … Dictionary of Greek